Οι εκλογές, ο ΟΤΕ και... «η επόμενη μέρα»

Η χώρα απέχει πλέον ελάχιστες ημέρες από την Κυριακή των βουλευτικών εκλογών - και φίλοι ή γνωστοί με τους οποίους εργάζομαι ή/και συνεργάζομαι τα τελευταία χρόνια, συζητούν ένα θέμα... «παράπλευρο», με πάρα πολλές έμμεσες όμως συνέπειες. Το συζητούν γιατί, προφανώς, μας αφορά σε πολλαπλά επίπεδα όχι μόνο ως επαγγελματίες, αλλά και σαν καταναλωτές: «τι μέλλει γεννέσθαι» για τον εθνικό μας τηλεπικοινωνιακό φορέα, τον ΟΤΕ, την «επόμενη μέρα»;

Με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να έχει ουσιαστικά επιβεβαιώσει τις προθέσεις της όσον αφορά την αλλαγή «καθεστώτος λειτουργίας» του ΟΤΕ στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων που προωθεί, σχεδόν όλοι ασχολούνται μόνο με την οικονομική και την πολιτική πλευρά του θέματος, για μία σειρά από λόγους (αυτούς των σκοπιμοτήτων μη εξαιρουμένων). Ελάχιστοι, ωστόσο, είναι εκείνοι που μπορούν ή νοιάζονται να διακρίνουν τις συνέπειες της «επόμενης μέρας»: όχι μόνο αυτής των εκλογών, αλλά της επόμενης από εκείνη κατά την οποία θα ανακοινωθεί (είτε από τη Νέα Δημοκρατία είτε από το ΠΑΣΟΚ, αδιάφορο) μία ενδεχόμενη πώληση του πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του ΟΤΕ.

Με λίγες όμως (έως απελπιστικά λίγες) τις ανεξάρτητες εμπορικές εταιρείες που έχουν την φιλοδοξία και τις δυνατότητες να καταστούν επί του πρακτέου «εναλλακτικοί ΟΤΕ» (γιατί οι... «θεωρητικοί εναλλακτικοί» τελικά την τηλεπικοινωνιακή υποδομή του ΟΤΕ χρησιμοποιούν στο 60% των περιπτώσεων), τα όσα η κυβέρνηση διατείνεται περί «ενίσχυσης του ανταγωνισμού» ως λόγο πώλησης του ΟΤΕ, φαντάζουν το λιγότερο αστεία. Ανταγωνισμός πέραν των μεγάλων αστικών κέντρων δεν υπάρχει - και ο ΟΤΕ έχει πάψει να είναι ή να ενδιαφέρεται να γίνει ανταγωνιστικός, εδώ και πολύ καιρό.

Αυτή η περίφημη «επόμενη μέρα», λοιπόν, στα μάτια του 40% του ελληνικού πληθυσμού τουλάχιστον (εκεί που μόνο ο «χαλκός του ΟΤΕ» έχει φτάσει και όχι οι οπτικές ίνες των «εναλλακτικών») συμπυκνώνεται σε... ερωτήσεις. «Πώς θα συνδιαλλάσσομαι με τον πρώην κρατικό οργανισμό, που πλέον λειτουργεί σαν ιδιωτική εταιρεία;». «Τι θα μπορεί να γίνει επί του πρακτέου, όταν αδικούμαι από αυτόν αλλά δεν έχω επιλογές;» Και, φυσικά, «Πόσο θα με χρεώνει από δω και στο εξής, αφού θα έχει το ελεύθερο να κοστολογήσει κυριολεκτικά όπως θέλει τις υπηρεσίες του;».

Σε όλες οι παραπάνω ερωτήσεις, κανένας πολιτικός και κανένα στέλεχος της αγοράς δεν μπορεί να ισχυριστεί με σοβαρότητα ότι μπορεί να δώσει απάντηση. Είτε σήμερα, είτε τη Δευτέρα των εκλογών. Και εκεί, κατά βάση, εντοπίζεται το θέμα: στο ότι υπάρχει η πρόθεση της πώλησης, με τον κλασικό... «ελληνικό τρόπο». Χωρίς την προετοιμασία που απαιτείται για την «επόμενη μέρα», με άλλα λόγια.

Βεβαίως, σε κάποιες από τις συζητήσεις που μπορεί να έχει κανείς με στελέχη της αγοράς ή συναδέλφους δημοσιογράφους, ενδέχεται να έλθει αντιμέτωπος και με το εξής «αντεπιχείρημα»: αυτό που εικάζει πως, σε τελική ανάλυση, μία πώληση του ΟΤΕ σε ιδιώτη επενδυτή, μόνο θετική επιρροή θα μπορούσε να έχει στη λειτουργία και το προφίλ του οργανισμού. Ίσως έτσι να «έπαιρναν πόδι» τα στελέχη... «καρεκλοκένταυροι» που μετατίθενται από θέση σε θέση επί σειρά ετών, για να καλυφθεί η αναποτελεσματικότητα και η ανικανότητά τους. Ίσως έτσι να απαλλάσσονταν οι υπάλληλοι από την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, που στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μόνο να εξυπηρετήσουν δεν τους ωθεί. Ίσως έτσι να απλοποιούνταν οι διαδικασίες του, που έχουν αναπτυχθεί τρεις δεκαετίες πριν και εκμεταλλεύονται σε τραγικά μικρό βαθμό τις νέες τεχνολογίες. Ίσως έτσι να έπαυε και ο οργανισμός να «καλύπτεται» για τις επιχειρηματικά απαράδεκτες πρακτικές του, πίσω από το «ημι-κρατικό» του πρόσωπο.

Ίσως.

Προσωπικά δεν έχω καμία πρόθεση «να πάρω θέση» στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων συνολικά, αφού αυτό ούτε καν επιδερμικά δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγες γραμμές. Στο θέμα του ΟΤΕ, όμως, ακριβώς λόγω της... ιδιάζουσας περίπτωσης που αυτός αποτελεί και ακριβώς λόγω της κρίσιμης καμπής στην οποία βρίσκεται το Internet στην Ελλάδα (και θα βρίσκεται για διετία ακόμη το λιγότερο, ακόμη και τίποτε να μην αλλάξει) η όποια κυβέρνηση και οι όποιοι αρμόδιοι υπουργοί θα χρειαστεί να προσεγγίσουν το θέμα της πώλησης του συγκεκριμένου οργανισμού σοβαρότερα. Πολύ σοβαρότερα.

Ο λόγος είναι απλός και προφανής: Διαδικτυακές αγορές που μόλις τώρα έχουν αρχίσει να ωριμάζουν, όπως η ελληνική, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να αντέξουν «διαρθρωτικές αλλαγές» αυτού του μεγέθους. Όχι χωρίς προετοιμασία. Και προετοιμασία τέτοια επί του πρακτέου δεν υπάρχει, από τη στιγμή που (α) κανένας εναλλακτικός δεν μπορεί να προσφέρει ανταγωνισμό στον ΟΤΕ σε απολύτως πανελλαδικό, καθολικό επίπεδο και (β) δεν έχει πραγματικά εξεταστεί κανένα πλάνο λειτουργίας του κρατικοδίαιτου οργανισμού σε νέο μοντέλο, αυτό της ελεύθερης αγοράς. Θα προσαρμοστεί ο ΟΤΕ στα δεδομένα μιας ιδιωτικής επιχείρησης; Πόσο γρήγορα; Και πόσο σωστά; Και σε τι βάθος χρόνου; Και με ποιες συνέπειες «για την τσέπη» όλων εκείνων για τους οποίους ο ΟΤΕ είναι η μόνη τηλεπικοινωνιακή επιλογή;

Μία πώληση του ΟΤΕ «στο πόδι», εν τέλει, κατά τα φαινόμενα μόνο τα εθνικά ταμεία θα ωφελήσει (και αυτά πρόσκαιρα), αφήνοντας παράλληλα έναν ολόκληρο κλάδο «έκθετο» σε διάφορα ενδεχόμενα. Και ελάχιστα από αυτά διαγράφονται θετικά για ένα μεγάλο ποσοστό των χρηστών ή επίδοξων χρηστών του Internet στη χώρα μας, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο πλαίσιο.

Από την άλλη, βέβαια, αν δεν αλλάξουν ριζικά πράγματα στον ΟΤΕ, πώς θα λειτουργήσει αυτός ως καταλύτης για την βελτίωση του επιπέδου των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, που αυτή τη στιγμή στη χώρα μας βρίσκεται πολύ, μα πολύ χαμηλά; Στην παρούσα του μορφή; Σαφώς όχι.

Κατάσταση... «between a rock and a hard place» θα την έλεγαν οι Stones, «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» θα την ονόμαζε ο θυμόσοφος ελληνικός λαός. Αυτά είναι τα κακά του μονοπωλίων. Αν επιβληθούν για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά «το σκέφτεσαι» να απαλλαγείς από αυτά. Ό,τι χειρότερο...

Comments

Popular posts from this blog

Νέο «διπλό φάουλ». Και των… δύο Sony.

Hi-def; TrueHD; Τσκ, τσκ, τσκ. Tres passe.

Τα καλύτερα... ακούγονται. Στον Best, μάλλον!